- εὐχαιτίας
- εὐχαιτίας, ου, ὁ, v.l. for foreg., D.S.20.54.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευχαιτίας — εὐχαιτίας, ὁ (Α) ευχαίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χαιτ ίας (< χαίτη) κατά τα καυχηματίας, τολμητίας] … Dictionary of Greek